- θρασύπονος
- θρᾰσύ-πονος, ον,A bold or ready for toil,
ἀκμαὶ ἰσχύος Pi.O.1.96
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκμαὶ ἰσχύος Pi.O.1.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασύπονος — θρασύπονος, ον (Α) ο τολμηρός στην εκτέλεση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + πονος (< πόνος), πρβλ. ολιγό πονος, φιλό πονος] … Dictionary of Greek
θρασύπονοι — θρασύπονος bold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek